Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα και πώληση της ΔΕΗ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα και πώληση της ΔΕΗ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013

Η σημερινή χρεοκοπία της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ.

  

  Η Ελληνική αγορά ενέργειας  σήμερα !!!   
                                                                   
                                                 
                                                     


 The Greek model:
 Τυχοδιωκτισμός, κερδοσκοπία και απουσία Ενεργειακού Σχεδιασμού

        Η ηλεκτρική ενέργεια σαν βασικό συστατικό ανάπτυξης και ευημερίας, σε σχέση με την αλλαγή της Ευρωπαϊκής πολιτικής για ιδιωτικοποίηση της αγοράς ενέργειας υπέρ των ΑΠΕ,  την δεκαετία του '90 και της πολυδιαφημισμένης  ''πράσινης ανάπτυξης'' ήταν και το βασικό θέμα  που απασχόλησε το  SAGINI3 τα τελευταία  χρόνια.  
Από την αρχή η θέση μας ήταν αντίθετη  στις Ευρωπαϊκές Οδηγίες   για απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενεργείας, αλλά και την Ελληνική λογική της αρπαχτής .
Για εμάς η πράσινη ανάπτυξη είναι ''πράσινη απάτη''. Είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην Ελλάδα μετά το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου.
 Η  μελέτη που ακολουθεί αναλύει διεξοδικά το θέμα και ταυτίζεται απόλυτα με τις θέσεις και τις ανησυχίες , που έχουμε διατυπώσει μέχρι σήμερα.
                                                                                               SAGINI



                         Εκτενής ανασκόπηση της σημερινής ενεργειακής    πραγματικότητας στην αρχή του    2014 .


1. Η ενεργειακή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης
    Η απελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας (ΗΕ) και φυσικού αερίου (ΦΑ) στην Ευρώπη ξεκινά από τη δεκαετία του ’90 και συμπίπτει με μια ριζική αλλαγή στην ενεργειακή πολιτική της ΕΕ υπέρ των ΑΠΕ, τη χρήση του ΦΑ για ηλεκτροπαραγωγή, και του διασυνοριακού εμπορίου ενεργειακών αγαθών. Απώτερος στόχος, η δημιουργία μιας κοινής Ευρωπαϊκής αγοράς με ενιαίους κανόνες για όλες τις χώρες μέλη, η οποία θα διέπεται από το πνεύμα του ανταγωνισμού και της ελεύθερης αγοράς.
     Η τάση προς ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών κλάδων στηρίχτηκε από μια σειρά τεχνολογικούς και πολιτικούς παράγοντες. Σε ότι αφορά την τεχνολογία, μειώθηκε το κόστος κατασκευής των απαραίτητων υποδομών ενώ η ανάπτυξη των ΑΠΕ έδωσε τη δυνατότητα υλοποίησης εγκαταστάσεων “διεσπαρμένης παραγωγής”, δηλαδή την κατασκευή πολλών μικρών σταθμών παραγωγής ΗΕ κοντά στα κέντρα κατανάλωσης. Οι μονάδες αυτές, δεν εξαρτώνται από κάποιο ορυκτό καύσιμο, είναι αυτοματοποιημένες, η συντήρηση και η λειτουργία τους χρειάζεται ελάχιστο προσωπικό.
   Σε ότι αφορά την οικονομία, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση κεφαλαίου στο χρηματοπιστωτικό κλάδο, μείωσε το κόστος δανεισμού για την υλοποίηση επενδύσεων μεγάλης κλίμακας. Σε ότι αφορά το πολιτικό σκέλος, οι ιδιωτικοποιήσεις στο χώρο της ενέργειας συνέπεσαν με την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, τη μαζική εισαγωγή Ρωσικού ΦΑ στις βόρειες Ευρωπαϊκές χώρες, την κυριαρχία του φιλελευθερισμού και την κατάργηση των κοινωνικών συμβολαίων. Ιστορικά, η πρώτη ιδιωτικοποίηση στο χώρο της ενέργειας έγινε στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 από τη Θάτσερ, σαν απάντηση στην απεργία των ανθρακωρύχων στη Μ. Βρετανία.
Η τάση για ιδιωτικοποίηση αποτυπώθηκε στις Ευρωπαϊκές Οδηγίες 1996/92/ΕΚ και 2001/77/ΕΚ για την απελευθέρωση των αγορών ΗΕ και ΦΑ και την Οδηγία 2009/28/ΕΚ για την προώθηση των ΑΠΕ και την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οι Οδηγίες αυτές έθεταν ως όρο συμμόρφωσης τη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής αγοράς (περισσότεροι του ενός παικτών πέραν του κρατικού μονοπωλίου) καθώς και τον λογιστικό ή και ιδιοκτησιακό διαχωρισμό (unbundling) των καθετοποιημένων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε όλο το φάσμα της ενεργειακής αγοράς (παραγωγή – μεταφορά – διανομή).
Σε όλη την ΕΕ, πολιορκητικός κριός της ιδιωτικοποίησης ήταν οι ΑΠΕ. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ενέργειας, καθορίζοντας ad hoc το ενεργειακό ισοζύγιο κάθε χώρας και επιβάλλοντας βαριές κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, υπέδειξαν στις εθνικές κυβερνήσεις την οικονομική στήριξη και την με κάθε τρόπο διευκόλυνση επενδύσεων ΑΠΕ (περιβαλλοντικοί όροι, απαλλοτριώσεις κλπ).
 Για να διευκολύνει τη μετάβαση στην ελεύθερη αγορά ο δημόσιος τομέας αποκλείστηκε – οι επενδύσεις ΑΠΕ πρέπει να είναι ιδιωτικές επενδύσεις και όχι π.χ. ασφαλιστικά ταμεία ή υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.
 Χωρίς την αθρόα χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τον χαρακτηρισμό των επενδύσεων ως “εθνικής σπουδαιότητας” και, κυρίως, την εισαγωγή των εγγυημένων τιμών (Feed in Tariff – FiT) που θα αναλυθούν παρακάτω, το όραμα της “πράσινης ανάπτυξης” δε θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, τουλάχιστον ως τώρα, η ΕΕ δεν επιβάλει ρητά την πώληση κρατικών επιχειρήσεων αλλά τη δημιουργία μη ρυθμιζόμενων από το κράτος αγορών.
 Κάθε χώρα μέλος μπορεί να προβεί στις δικές της εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις προκείμενου να δημιουργήσει μια ανταγωνιστική αγορά στο εσωτερικό της. Η ιδιωτικοποίηση έρχεται έμμεσα καθώς τα κρατικά μονοπώλια πρέπει σταδιακά να αφήσουν ελεύθερο χώρο για τα ιδιωτικά κεφάλαια. 
Βασικό επιχείρημα για τα παραπάνω είναι ότι με την απουσία ανταγωνισμού το κρατικό μονοπώλιο μεταφέρει στο κοινωνικό σύνολο και στον κρατικό προϋπολογισμό “κρυμμένα” κόστη παραγωγής, έχει υψηλό λειτουργικό κόστος και συμβάλλει στη διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, εμποδίζει την είσοδο κεφαλαίων στην αγορά, , λειτουργεί με αδιαφάνεια, είναι έρμαιο των συνδικάτων κοκ.
Στον αντίποδα των παραπάνω βρίσκεται η αντίληψη ότι η αντιμετώπιση ως εμπορεύματος ενός ζωτικού αγαθού, όπως είναι η ενέργεια, δεν μπορεί παρά να αποτελέσει πεδίο κερδοσκοπίας από πλευράς του κεφαλαίου.
 Η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων επιχειρήσεων ενέργειας σημαίνει εκποίηση δημόσιας περιουσίας και περιορισμό εθνικής κυριαρχίας, συνοδεύεται από οικονομικά σκάνδαλα, μεγάλες ανατιμήσεις εις βάρος του καταναλωτή, συμπίεση των εργατικών δικαιωμάτων και αμοιβών, συμβάλλει στη διόγκωση της οικονομικής ύφεσης με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σήμερα, στις περισσότερες χώρες της ΕΕ οι εταιρίες ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου έχουν στον ένα ή άλλο βαθμό ιδιωτικοποιηθεί είτε μέσω χρηματιστηρίου είτε με άμεση πώληση σε κάποια funds. Σχεδόν 100% ιδιωτικοποιημένη είναι η ενεργειακή αγορά στη Μ. Βρετανία. 
Στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα) οι αντίστοιχες εταιρίες έχουν ιδιωτικοποιηθεί (ή βρίσκονται σε διαδικασία ιδιωτικοποίησης) σε ποσοστό άνω του 50%. 
Αντίθετα, σε πολλές βόρειες χώρες που διαθέτουν κοιτάσματα ΦΑ και υδροηλεκτρικούς ή πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής (Σκανδιναβικές χώρες, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία και αλλά και σε μεγάλο ποσοστό στη Γερμανία) το Δημόσιο εξακολουθεί να ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος των ενεργειακών αγορών.
Η Ευρωπαϊκή ήπειρος με τις περιορισμένες ενεργειακές πηγές (άνθρακας και πυρηνική ενέργεια) έχει γίνει ο μεγαλύτερος εισαγωγέας ΦΑ ενώ ταυτόχρονα επένδυσε, και συνεχίζει να επενδύει, στην ανάπτυξη των πανάκριβων, αμφισβητούμενων και όχι και τόσο φιλικών στο περιβάλλον ΑΠΕ.

                                                               Διάγραμμα 1. 
               Παραγωγή ΗΕ ανά τύπο καυσίμου στην ΕΕ, περίοδος 1990 – 2009.
Πηγή : http://www.eea.europa.eu/data-and-maps/figures/gross-electricity-production-by-fuel-4




                                                                 
                                                                                         Πίνακας 1: 

      Το κόστος ενέργειας έχει εκτοξευθεί στα ύψη πράγμα που καθιστά την Ευρωπαϊκή βιομηχανία ολοένα και λιγότερο ανταγωνιστική ως προς τις ΗΠΑ, την Κίνα και την Ιαπωνία,  κόστος ενέργειας στο βιομηχανικό τομέα ως ποσοστό του ΑΕΠ και σε €/kWh.
                                                                                Πηγές: ΙΕΑ, Eurostat
% ΑΕΠ
$US/kWh
ΗΠΑ
1,5
0,07
ΕΕ
2,7
0,17
Ιαπωνία
3,2
0,28

  
      Σε πληθώρα μελετών και αναλύσεων εκφράζεται έντονος προβληματισμός για το ενεργειακό μέλλον της ΕΕ καθώς τα επιχειρήματα της “πράσινης ανάπτυξης” φαίνεται να ξεθωριάζουν λόγω της παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης στη ζώνη του ευρώ αλλά και τεχνολογικών καινοτομιών όπως η δυνατότητα εξόρυξης πετρελαίου και ΦΑ από σχιστολιθικά πετρώματα στις ΗΠΑ που σηματοδοτούν μια σταθεροποίηση ή και πτώση των τιμών των ορυκτών καυσίμων μέχρι το 20301.

2. Η απελευθέρωση της αγοράς ΗΕ στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η απελευθέρωση της αγοράς ΗΕ έγινε σε συμμόρφωση των Ευρωπαϊκών Οδηγιών. Οι ΑΠΕ ήταν ο πολιορκητικός κριός της απελευθέρωσης και μάλιστα με στοιχεία “λαϊκού καπιταλισμού” καθώς, μέχρι και το 2009, ήταν ενταγμένες στους αναπτυξιακούς νόμους και στηρίχτηκαν σε δημόσιες επιχορηγήσεις ιδιωτικών επενδύσεων, σε ποσοστό μέχρι και 40%.
Το νομοθετικό πλαίσιο ήταν δαιδαλώδες (Ν. 2244/94, Ν. 2773/99, Ν. 3851/2010 γνωστός και ως νόμος Μπιρμπίλη, Ν. 4001/2011), μεταβάλλονταν συνέχεια υπέρ των επενδυτών και εις βάρος της ΔΕΗ Α.Ε. και εξαρχής ήταν προσανατολισμένο στην εξασφάλιση των επενδύσεων και της κερδοφορίας των ιδιωτικών κεφαλαίων.
   Παρόλα αυτά, μέχρι την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης, η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ    ΔΕΝ ήταν στην ατζέντα των κυβερνήσεων Σημίτη – Καραμανλή. Αυτό οφείλεται, ίσως, στο ότι οι κυβερνήσεις είχαν κάποια επίγνωση της πραγματικά στρατηγικής σημασίας που παίζει η ΗΕ για τη χώρα. Αφετέρου, όπως θα αναλυθεί και στη συνέχεια, το όλο σύστημα βασίζονταν τόσο στο δανεισμό – με κρατική εγγύηση – της ΔΕΗ Α.Ε. (που κάλυπτε τις “τρύπες” που δημιουργούσε η λειτουργία της αγοράς) όσο και στη διαρκή ανατίμηση των τιμολογίων λιανικής. 
Νέα “ενεργειακά” τζάκια εμφανίστηκαν με την ισχυροποίηση κατασκευαστικών ομίλων, την είσοδο πολυεθνικών κολοσσών και τον αθρόο δανεισμό από τις ελληνικές και ξένες τράπεζες.
Μέχρι τα Μνημόνια, η αγορά ΗΕ στην Ελλάδα ΔΕΝ ήταν πλήρως απελευθερωμένη καθώς:
  • Η τιμή λιανικής καθορίζονταν από το Υπουργείο Οικονομικών.
     Από την 1η Ιουλίου 2013 το κόστος ηλεκτροπαραγωγής (χονδρική) έχει μεταφερθεί πλήρως στους καταναλωτές (λιανική).
  • Όσο η ΔΕΗ Α.Ε. διαθέτει πλούσιο ενεργειακό μίγμα (μονοπώλιο στα κοιτάσματα λιγνίτη και στους μεγάλους υδροηλεκτρικούς σταθμούς – ΥΗΣ) κανείς ιδιώτης δεν μπορεί να παράγει ενέργεια σε πραγματικά ανταγωνιστικές τιμές.


Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ Α.Ε. τέθηκε ως βασικός όρος στο Επικαιροποιημένο Πρόγραμμα του Μνημονίου (Αύγουστος 2010). 
Με το ΦΕΚ Α168/24-07-2013 η πώληση τουλάχιστον του 30% της ΔΕΗ Α.Ε. και του 66% του δικτύου μεταφοράς (ΑΔΜΗΕ Α.Ε.) έγινε νόμος του κράτους. 
Τα χρονοδιαγράμματα που προβλέπονται είναι ασφυκτικά και η πώληση πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το 2014.


2.1 The Greek model:
 Τυχοδιωκτισμός, κερδοσκοπία και απουσία Ενεργειακού Σχεδιασμού
Η απορρύθμιση της Ελληνικής αγοράς ηλεκτρισμού την περίοδο 2001 – 2012 και η μαζική είσοδος επενδυτών άλλαξε ριζικά το ηλεκτρικό ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας.
 Η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής στο διασυνδεδεμένο σύστημα (πλην νησιών) για το 2012 δίνεται στον Πίνακα 2 , ενώ το Διάγραμμα 2 δίνει μια σύγκριση του ενεργειακού μίγματος (σε ποσοστό %) που χρησιμοποιήθηκε για ηλεκτροπαραγωγή για τα έτη 2004 και 2012.

                                                                    Πίνακας 2:
 Εγκατεστημένη Ισχύς μονάδων (MW) ηλεκτροπαραγωγής (ΔΕΗ + ιδιώτες) στο Ελληνικό Σύστημα                              (Πηγή: ΛΑΓΗΕ, Συνοπτικό Πληροφοριακό Δελτίο Δεκέμβριος 2012)



Καύσιμο
Εγκατεστημένη
Ισχύς (MW)
%
Λιγνίτης (100% ΔΕΗ)
4.456
28,43%
Φυσικό Αέριο (35% ΔΕΗ, 65% ιδιώτες)
4.486
28,62%
Πετρέλαιο (100% ΔΕΗ)
698
4,45%
Μεγάλα Υδροηλεκτρικά (100% ΔΕΗ)
3.018
19,25%
ΑΠΕ (~100% ιδιώτες)
3.018
19,25%
ΣΥΝΟΛΟ
15.676
100,00%

     Σε ότι αφορά τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής του Πίνακα 2, το σύνολο των λιγνιτικών και υδροηλεκτρικών σταθμών ανήκει ακόμα στη ΔΕΗ Α.Ε.
 Σε μεγάλες κοινοπραξίες Ελληνικών και πολυεθνικών επιχειρηματικών ομίλων ανήκει το σύνολο σχεδόν των σταθμών ΑΠΕ . 
(ΓEK ΤΕΡΝΑ Α.Ε. – Gaz De France Suez, Ρόκας – Ibedrola, Όμιλος ΕΛ.ΠΕ. – EDISONItaly) και περισσότερο από το 50% της εγκατεστημένης ισχύος σταθμών ΦΑ,
 (ΓEK ΤΕΡΝΑ Α.Ε., ΑΚΤΩΡ – Μπόμπολας, Όμιλος ΕΛ.ΠΕ. – EDISONItaly, ΕΝΕL Ιταλία – Κοπελούζος, Μυτιληναιος , EdF France κλπ ).
   Το ΦΑ που εισάγεται στην Ελλάδα, έχει την υψηλότερη τιμή σε όλη την ΕΕ και μια από τις υψηλότερες τιμές σε όλο τον κόσμο, παράμετρος που από την πρώτη στιγμή έκανε προβληματική τη βιωσιμότητά τους.
 (13,27 €/GJ σε σύγκριση με τα 10,55 €/GJ που είναι ο μέσος όρος της ευρωζώνης2).
Συγκρίνοντας τον Πίνακα 2 (ισχύς) και το Διάγραμμα 1 (ενέργεια), διαπιστώνεται μια δραστική μείωση της λιγνιτικής παραγωγής προς όφελος της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ και ΦΑ για την περίοδο 2004-2012. 
Εντούτοις, παρά την αύξηση της ισχύος μονάδων ΦΑ (29% του συνόλου το 2012), η συνεισφορά του ΦΑ στην παραχθείσα ενέργεια είναι μόλις 27%. 
Οι λιγνιτικές μονάδες (28% της συνολικής ισχύος) παράγουν το 52% της ενέργειας. 
Αυτό οφείλεται στο πολύ υψηλό κόστος λειτουργίας των μονάδων ΦΑ (~100€/MWh) σε σχέση με τις λιγνιτικές μονάδες (40-50€/MWh).
 Οι ΑΠΕ αν και αποτελούν το 20% της εγκατεστημένης ισχύος της χώρας, παράγουν μόλις το 10% της ενέργειας που καταναλώνεται. 
Αυτό οφείλεται στο χαμηλό βαθμό αξιοπιστίας των ΑΠΕ, λόγω του στοχαστικού χαρακτήρα του ήλιου και του ανέμου.
Tο Μάρτιο του 2013, η συνολική ισχύς ΑΠΕ σε λειτουργία (με συμβόλαιο αγοραπωλησίας) ήταν 3.463 MW, υπό σύνδεση (με συμβόλαιο αγοραπωλησίας) ήταν άλλα 2.282 MW ενώ η συνολική ισχύς ΑΠΕ (εγκαταστάσεις σε λειτουργία, υπό σύνδεση και σε πρώιμο στάδιο) φτάνει τα 32.527 MW! 
Το νούμερο αυτό είναι εξωπραγματικό για τις ανάγκες της χώρας και φανερώνει τoν πρόχειρο και τυχοδιωκτικό χαρακτήρα της αγοράς – φούσκας που έχει δημιουργηθεί.





Διάγραμμα 2
Ανάλυση του ενεργειακού μίγματος (%) ανά κατηγορία καυσίμου που χρησιμοποιήθηκε για παραγωγή ΗΕ τα έτη 2004 και 2012.
(Πηγή: ΑΔΜΗΕ Α.Ε. Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης Συστήματος Μεταφοράς, 2014-2023)

      Τη ίδια στιγμή, ενώ το ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας άλλαζε ριζικά και η εγκατεστημένη ισχύς παραγωγής αυξήθηκε, η οικονομική ύφεση μείωσε τη συνολική ζήτηση. Στο Διάγραμμα 3 (συνεχής γραμμή) αποτυπώνεται η ζήτηση ΗΕ σε TWh στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
    Είναι σαφής μια απότομη πτώση από το 2008 και μετά.
 Για το 2012 καταγράφεται μια ζήτηση της τάξεως των 54 TWh, με πτώση της τάξεως του 8% σε σχέση με τις περίπου 58,5 TWh του 2008, που δείχνει το βάθος της ύφεσης στον πρωτογενή και δευτερογενή τομέα (παραγωγικό κεφάλαιο ή “πραγματική” οικονομία).
 Η τάση αυτή συνεχίζει να είναι πτωτική και για το 2013. Για τα έτη 2012 και 2013, η πραγματική αιχμή του συστήματος δεν ξεπέρασε τα 9.500 MW, σε σύγκριση με τα 15.700 MW της διαθέσιμης εγκατεστημένης ισχύος.
                                                       

                                                                       Διάγραμμα 3:
                   Μεταβολή ζήτησης ΗΕ στην Ελλάδα και αιχμής φορτίου 2000 – 2012.
                  (Πηγή: ΑΔΜΗΕ: Δεκαετές Πρόγραμμα Ανάπτυξης Συστήματος Μεταφοράς   2014-2023, διαθέσιμο στο διαδίκτυο)
     Σύμφωνα με στοιχεία του ΥΠΕΚΑ (“Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός – Οδικός Χάρτης για το 2050”, Μάρτιος 2012) o “εκσυγχρονισμός” του ενεργειακού μείγματος με την κατασκευή νέων σταθμών ΦΑ και την εισαγωγή των ΑΠΕ κόστισε πάνω από €15 δις μέσα σε 10 χρόνια. 
Τα επιτόκια δανεισμού των επενδύσεων αυτών κυμαίνονταν από 8-11% (οι επενδύσεις σε ενεργειακά έργα θεωρούνται ιδιαίτερα επισφαλείς) με ρήτρες απόσβεσης εντός δεκαετίας.
 Οι επισφάλειες αυτές, καλύφθηκαν από την κατακόρυφη αύξηση της τιμής της ΗΕ . 
Και, όπως θα φανεί στη συνέχεια, από το δανεισμό της κρατικά ελεγχόμενης ΔΕΗ Α.Ε.
Συνοπτικά, με το ελληνικό μοντέλο απορρύθμισης της αγοράς:
  • Η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας αυξήθηκε είτε άμεσα (χρήση ΦΑ) είτε έμμεσα (σχεδόν αποκλειστικά εισαγόμενος εξοπλισμός ΑΠΕ υψηλής τεχνολογίας, με μηδαμινή μεταφορά τεχνογνωσίας και δημιουργία ελάχιστων σταθερών θέσεων εργασίας).
  • Προκάλεσε μια υδροκέφαλη αγορά ΗΕ με υπερβάλλουσα εγκατεστημένη ισχύ και ταυτόχρονη σταθερή μείωση της ζήτησης και των ετήσιων πωλήσεων.
  • Κόστισε περίπου €15 δις με υψηλά επιτόκια δανεισμού, ο οποίος πρέπει να αποσβεστεί.
  • Επέβαλε τη λειτουργία μονάδων ΦΑ με εισαγόμενο ενεργειακό καύσιμο και υψηλό λειτουργικό κόστος.
  • Ο όποιος ενεργειακός σχεδιασμός αποδείχτηκε λανθασμένος και εξωπραγματικός για τα δεδομένα της χώρας.


    2.2 Ελεύθερη Αγορά με την εγγύηση του κράτους
    Μια παράμετρος που δεν έχει αναλυθεί, είναι τα έμμεσα κόστη που δημιουργεί η λειτουργία της αγοράς, πέρα από το κόστος του εξοπλισμού και εισαγωγής του καυσίμου.  
    Κόστη που σε μεγάλο βαθμό θα ήταν ανύπαρκτα σε συνθήκες φυσικού μονοπωλίου.